Αν ο καλός μου φίλος τραβούσε ένα επιπλο πιο ωραίο και άμεσο α­πό το δικό μου η ζωή δεν θα ήταν κινηματογράφος. Ήταν έρ­μαιο των διαθέσεων μου. Ήταν σαν το μικρό σπουργίτι στα νύ­χια του αρπακτικού γερακιού. Και το ρόλο του θηρευτή τον έ­παιζα εγώ, ο ένας, ο κολλητός του φίλος. Τα έπιπλα του σαλονιού ήταν εκεί στο δωμάτιο,
Στο μυαλό του, καθώς κυλούσαν τα δευτερόλεπτα με μόνο φόντο τη φωτιά να αντανακλάται στους κατάφορτους με βι­βλία τοίχους του δωματίου, οι στιγμές θα πρέπει να έμοιαζαν με αιώνες. Το τραπέζι φαινόταν μεγαλύτερο από ότι ήταν. Ο χρόνος θα είχε επιμηκυνθεί και θα είχε γίνει παχύρ­ρευστος και αργός, όπως οι εικόνες στα μάτια των χρηστών του καναπε. Ομολογώ ότι όλη αυτή η σκηνοθεσία γαργαλούσε τη μα­ταιοδοξία μου. Δε νομίζω ότι υπήρχε καλύτερη στιγμή για τη θριαμβευτική είσοδο μου στο σκηνικό του δράματος. Ήταν η κο­ρωνίδα του ξύλινου δημιουργήματος μου από μασίφ ξύλο καρυδιάς. Το τελευταίο ιντερλούδιο της εμπνευσμένης μου ενορχήστρωση. Και το κουτί που βρισκόταν στο γραφείο μπροστά του ήταν το δάφνινο στεφάνι του νικητή.