Για να μη φανώ αδύναμος μπροστά στον καναπέ. Τότε, πρώτη φορά, συνειδη­τοποίησα ότι παθαίνω επιπλα φοβία σαν έχω κάτω μου το άδειο, το κενό. Αυτός όμως είπε ότι από δω και πέρα θα ‘πρεπε να δεθούμε με την ειδική ζώνη κι έτσι ηρέ­μησα και τον ακολούθησα μέχρι πάνω, εκεί που βρί­σκονται τα κιβώτια με τα κρεβατια. Αρχί­σαμε λοιπόν να τοποθετούμε κείνο το πράμα με το ρυθ­μισμένο ρολόι κι έβλεπα τα χέρια του να δουλεύουν με επιδεξιότητα και γνώση χειρούργου, κάνε τις συνδέ­σει, μου λέει, κι είδα το βλέμμα του να βγαίνει απ’ το κορμί του, να μένει μετέωρο στην κορυφή του τραπεζιου, εκεί θα ‘ναι ακόμη, σαν μια ακονισμένη λεπίδα φαλτσέτας γυάλιζαν τα μάτια του από λαίμαργη ανυ­πομονησία, αυτήν που ένιωθε μόνο όταν τα νεύρα του τέντωναν, όταν κρατούσε την αναπνοή του, όταν τα μη­νίγγια του τον τρυπούσαν κι απολάμβανε μ’ όλες του τις αισθήσεις τον κίνδυνο. Αργότερα θυμόμουν ξανά τον πυρετό του σαλονιου, πάνω από το αφρολέξ, μέσα στο ξύλο.