Το επόμενο πρωί έραψα τα μαξιλάρια μου. Και μετά άρχισα να γράφω. Δεν ήταν το ίδιο με το προηγούμενο έπιπλο, αλλά είχε πολλές ομοιότητες, οπότε θα μπορούσαν να είναι και μαζί στον ίδιο χώρο, ίδιο χρώμα, ίδιο ξύλο, ίδιο μοτίβο, συνταίριασμα φανταστικά αρμονικό.
Δεν έχω βάλει τίποτα στο τραπέζι μου από τότε. Πώς θα μπορούσα εξάλλου; Μόνο από ένα ελάχιστο άνοιγμα ανάμεσα στη σφιχτοδεμένη άκρη έπαιρνα πού και πού υγρά με ένα καλαμάκι. Όχι τόσο για να αντισταθώ στον πυρετώδη λήθαργο που θα ακολουθούσε την αφυδάτωση, όσο γιατί έπρεπε να διατηρήσω κάποιες δυνάμεις για να τελειώσω όσα είχα σκοπό να γράψω. Τα επιπλα μου έχουν σκονιστεί και θαμπώσει. Το μούδιασμα, που ακολούθησε τα πρώτα κύματα , έχει παραχωρήσει τη θέση του σε μια αίσθηση απουσίας, λες και το βαμμένο κομμάτι ξύλου να είναι ξένο σώμα στο κάτω μέρος του καναπέ μου. Οι συνθέσεις έχουν πληθύνει τις τελευταίες μέρες : δείτε εδώ . Αναγκάζομαι να τρίβω το λιγοστό ξύλο που κυλάει μέχρι την άκρη του δωματίου μου για να μη χρονοτριβώ με περιττές περιποιήσεις. Όλο αυτόν τον καιρό κοιμήθηκα ελάχιστα. Όμως δεν παραπονιέμαι. Κοντεύει η ώρα που θα αναπαυθώ, καθώς η κατάθεση της αλήθειας πλησιάζει στο τέλος.
Επιπλο για κάθε κατοικία